- ακωδικοποίητος
- -η, -οαυτός που δεν κωδικοποιήθηκε: Η εκπαιδευτική νομοθεσία είναι ακόμη ακωδικοποίητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακωδικοποίητος — η, ο [κωδικοποιώ] 1. αυτός που δεν κωδικοποιήθηκε, που δεν συντάχθηκε σε κώδικα, δηλαδή δεν κατατάχθηκε μεθοδικά 2. αυτός που δεν περιλήφθηκε σε κώδικα … Dictionary of Greek